στάχωμα

στάχωμα
[стахома] ουσ. о. колошение,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στάχωμα" в других словарях:

  • στάχωμα — το, ΝΜ [σταχῶ, ώνω] 1. το δέσιμο βιβλίων, κυρίως χειρόγραφων κωδίκων 2. σκληρό περίβλημα βιβλίου ή χειρογράφου …   Dictionary of Greek

  • στάχωμα — το 1. δέσιμο βιβλίων και κυρίως χειρόγραφων κωδίκων. 2. σκληρό περίβλημα βιβλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek

  • σταχώνω — σταχῶ, όω, ΝΜ δένω βιβλίο με στάχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυ(ς), με αρχική σημ. «δένω στάχια», από όπου γενικά «δένω» και για βιβλία «βιβλιοδετώ»] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοδεσία — η η συρραφή και η ένωση των τευχών ή των φύλλων σε βιβλίο και η κάλυψή τους με προστατευτικό κάλυμμα, το στάχωμα ή κότσωμα: Το βιβλίο αδικείται από την άσχημη βιβλιοδεσία του, παρά το καταπληκτικό περιεχόμενό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»